- παραδοχικός
- παρα-δοχικός, ή, όν,A traditional,
μέτρα PHib.1.87.13
(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέτρα PHib.1.87.13
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραδοχικός — ή, όν, Α [παραδοχή] ο γενικά παραδεκτός … Dictionary of Greek